πελαγιανός

πελαγιανός
-ή, -ό [Πελάγιος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία»)
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοί
οι οπαδοί τού Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα τού πελαγιανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”