- πελαγιανός
- -ή, -ό [Πελάγιος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία»)2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοίοι οπαδοί τού Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα τού πελαγιανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.